- μηνύτορας
- μηνύ̱τορας , μηνύτωρmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηνύτορας — ο αυτός που δίνει ειδήσεις και πληροφορίες, ο αγγελιοφόρος: Έγινε μηνύτορας της ευχάριστης είδησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνύτωρ — και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ) αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης νεοελλ. φρ. «μηνύτορας RNΑ» βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τωρ… … Dictionary of Greek
ινοσιτόλη — Κυκλική εξατομική αλκοόλη, που γενικά κατατάσσεται στους υδρογονάνθρακες. Αν και αρχικά είχε χαρακτηριστεί ως βιταμίνη, σήμερα γνωρίζουμε ότι πρόκειται για έναν πρόδρομο φωσφολιπιδίων, που λειτουργεί στο κύτταρο ως δεύτερος μηνύτορας στα… … Dictionary of Greek